- αποχώνω
- μετ.1) засыпать землёй; заносить (илом, грязью); 2) засовывать, запрятывать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αποχώνω — (Α ἀποχώννυμι κ. νύω) κλείνω ή φράζω με χώμα, επιχωματώνω νεοελλ. 1. σκεπάζω τελείως με χώμα 2. κρύβω, θάβω βαθιά … Dictionary of Greek